20100129

Διαπίστωσις

Μου παν ν' ακούω τη μουσική με ακουστικά στ' αυτιά και δεν τους άκουσα.

αρχικά...

Τώρα τους άκουσα.

Φυσικά και δεν είναι η ευγένεια.
Όχι μωρέ δεν είναι τόσο χάλια τα ηχεία.

Είναι ωραία ακουστικά. Τα μεγάλα που τυλίγουν το κεφάλι. Που 'ναι μαλακάάαάά σα μαξιλαράκια και σου κοιμίζουν τα μαλλιά και σου ξυπνούν το τύμπανο. Και σκάει στο κεφάλι σου και σε τρελαίνει
πάλι
με το όμορφο

Τότε είναι που θα τα πατήσεις να κολλήσουν στο κρανίο να μπει ο κάθε ήχος, το κάθε χρουτς (γιατί είναι και παλιά) που δε θα το ξεχωρίσεις, η κάθε νότα (για τους μουσικούς), η κάθε παράσταση (για τους ονειροπόλους), η κάθε τζούρα ζαλισμένη σαν καπνός με καλλιτέχνες να ερωτοτροπούν, χρώματα, κραυγές, πάθος, χορούς, βήματα... κι όόόλα μες στο κεφάλι σου.
Τίποτα δε θα ξεφύγει...



ένα ποτήρι ρούμι κι επιστρέφω

20100127

The last fistik.

Νομίζω νύσταξα
μ' ένα πακέτο χαστουκόψαρα στο κομοδίνο
με μια ώρα που φαίνεται καλή
με ένα κρύο μπουκάλι με άδειο νερό
με the last fistik
με μια κιθάρα ξαπλωμένη αυτάρεσκα, γαϊδουρίσια (δηλαδή παντελώς αναίσθητα) στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού
που βαριέται να μπει στη θήκη, που βαριέται να στηρίζεται στη βάση, που δεν είναι για τη θήκη αλλά για την κιθάρα.
με δυό καρέκλες wannabe-κουτσομπόλων αδερφών που έκαναν νοήματα τότε που ήταν μέρα στο παλικάρι (που -είναι μεγάλος δεν τον είδες? -ε και τι? δεν είναι παλικάρι?) γιατί κανείς δεν βγάζει αυτή τη μαλακία απ' αυτό το μαραφέτι όταν παρκάρει σ' αυτό το δρόμο,
στημένες σε μια μπαλκονόπορτα που βαριέται τις γαλάζιες (για τις κυρίες και τους φίλους τιρκουάζ) κουρτίνες
που τους κοπανάει το παντζούρι κάθε που σκοτεινιάζει
που δεν έχει νόημα να κλείσει ολόκληρο γιατί η πουτάνα η λεωφόρος Βασσιλίσης Όλγας παίζει με τις τρύπες του και τα φώτα της και τον τοίχο σου και τα νεύρα σου και το μυαλό σου και τον ύπνο σου και το μυαλό σου και τον ύπνο σου και το μυαλό σου και τον ύπνο σου

20100124

The night before the day after

-Συναυλία λέγεται.
Ω μα είναι αλάνθαστο γιατρέ μου.

-Με πρόδωσαν τα σημάδια μου. Όχι γιατί έπαψαν να υπάρχουν. Έπαψαν να με συμφέρουν. Κι εγώ πρέπει να τον διασχίσω χωρίς να ψάχνω για λογική σειρά.

-Θυμάται κανείς το μεγάλο ψάθινο καπέλο;
Εσείς μαντάμ; Ναι ναι εσείς.
Αχ μη με αποφεύγετε να χαρείτε. Δεν είμαι παράξενος άνθρωπος, περίεργος είμαι.

-Κάποιος να μου ξηγήσει τ' όνειρο παρακαλώ.

-Τον μάθαμε τον αίτιο γιατρέ μου;
Μα πως;
Ναι ναι φταίω το γνωρίζω.
Α μην ανησυχείτε έχω πάψει να αρρωσταίνω.

-Μου τους αλλάξανε τους στίχους και με άδειασε λιγάκι.

-Θυμάται κανείς τα δαιμονάκια μου;
Αδερφάκι;

-




γαμημένο σημάδι. βγήκε

20100120

go back to sleep

Όταν ο καφές έχει την καταλληλότερη θερμοκρασία τον πίνεις μονορούφι.
Συνήθως ο λόγος που αφήνεσαι να σε κάψει είναι γιατί δεν έχεις και κάτι καλύτερο να κάνεις ή για να αποφύγεις να μπεις στη διαδικασία να σπάσεις κάποια σιωπή, είτε αυτή μεταξύ εσού και του ατόμου απέναντί σου είτε αυτή μεταξύ εσού και του αντικειμένου απέναντί σου.

Πως το πες;
Α ναι
και να πέθαινε αύριο καμιά δύο δισεκατομμύρια κόσμος ε;

Θα το συζητήσω με την κλειστή τηλεόραση απέναντί μου μέχρι να κρυώσει ο καφές.
Πάντως θα συμφωνήσω.
Καλά ίσως αν με βάλουν να το σκεφτώ να διαφωνήσω.

-Σκάσε.
-Μάλιστα.




ps: πάντως κάπου εκεί έξω οι φοιτητές διαβάζουν. αναρωτιέμαι πόσοι ξέρουν το γιατί
ps12210: στο λαιμό μου καθόταν από τοτε που την έγραψα την κωλοφράση εξού κ το έδιτ!

20100111

Έγινα συλλέκτης μεθυσμένων λαφύρων

Κι είναι το κρασί
που επιμηκύνει τα άκρα σου πιο εύκολα, σχεδόν αυτόματα
που κάνει τις παλάμες σου να χάνουν την αίσθηση της απαλής γλυκιάς ανατριχιαστικής αφής
που θες απλά να σύρεις νύχια κι όχι δάχτυλα στο δέρμα για να νιώσεις.
και περπατάς κι ακούς τα βήματα τόσο δυνατά, κι η πόλη παίζει soundtrack πίσω απ' τους διαλόγους
κι ο ήχος σε τρελαίνει. τρυπάει τη φτέρνα. πετάει το γόνατο κι εκεί στα μπούτια σκάει για να φέρει κι άλλους χτύπους, πολλούς. Ταχυπαλμία το 'πανε. Τρέχεις πολύ και λαχανιάζεις το 'πανε.

Δεν είναι που δεν μπορώ να συγκεντρωθώ μικρέ. Είναι που με τρελαίνει τώρα, με το άσχημο. Είναι που η αφηρημάδα με τρελαίνει με το όμορφο. Είναι που όταν κοιτάω τους τοίχους βλέπω ζωγραφιές. Είναι που όταν βλέπω τα χαρτιά λευκά βλέπω τα ίδια. Κι είναι που ο τοίχος θέλει το κρασί μα το χαρτί ίσως όχι.

Και κόλλησα στο "γλυκό" μεθύσι που το νιώθω. Και το "δώμα" έγινε αγαπημένη λέξη και σκάλωσα πολύ και προσπάθησα περισσότερο να μη φανεί. Και πόσο κρύο ακούστηκε το "πλακάκι" και πόσο πόνεσε το κεφάλι μου. Έπρεπε να δεις και τις βούλες.

Έπρεπε να βλέπουμε όλοι πιο συχνά τις βούλες και το σκοτείνιασμα το ζαλισμένο.


ps: η μέρα είναι λάθος. το ρολόι μου άλλα λέει.
11