20100111

Έγινα συλλέκτης μεθυσμένων λαφύρων

Κι είναι το κρασί
που επιμηκύνει τα άκρα σου πιο εύκολα, σχεδόν αυτόματα
που κάνει τις παλάμες σου να χάνουν την αίσθηση της απαλής γλυκιάς ανατριχιαστικής αφής
που θες απλά να σύρεις νύχια κι όχι δάχτυλα στο δέρμα για να νιώσεις.
και περπατάς κι ακούς τα βήματα τόσο δυνατά, κι η πόλη παίζει soundtrack πίσω απ' τους διαλόγους
κι ο ήχος σε τρελαίνει. τρυπάει τη φτέρνα. πετάει το γόνατο κι εκεί στα μπούτια σκάει για να φέρει κι άλλους χτύπους, πολλούς. Ταχυπαλμία το 'πανε. Τρέχεις πολύ και λαχανιάζεις το 'πανε.

Δεν είναι που δεν μπορώ να συγκεντρωθώ μικρέ. Είναι που με τρελαίνει τώρα, με το άσχημο. Είναι που η αφηρημάδα με τρελαίνει με το όμορφο. Είναι που όταν κοιτάω τους τοίχους βλέπω ζωγραφιές. Είναι που όταν βλέπω τα χαρτιά λευκά βλέπω τα ίδια. Κι είναι που ο τοίχος θέλει το κρασί μα το χαρτί ίσως όχι.

Και κόλλησα στο "γλυκό" μεθύσι που το νιώθω. Και το "δώμα" έγινε αγαπημένη λέξη και σκάλωσα πολύ και προσπάθησα περισσότερο να μη φανεί. Και πόσο κρύο ακούστηκε το "πλακάκι" και πόσο πόνεσε το κεφάλι μου. Έπρεπε να δεις και τις βούλες.

Έπρεπε να βλέπουμε όλοι πιο συχνά τις βούλες και το σκοτείνιασμα το ζαλισμένο.


ps: η μέρα είναι λάθος. το ρολόι μου άλλα λέει.
11

Δεν υπάρχουν σχόλια: