20130713

Κ. Κ.

αν μπορούσα να σας βρίσω όλους μαζί

αν μπορούσα να σας

Θα αλλάξω ευχή. Να αγαπήσω κάτι περισσότερο απ' αυτό. Το τέλειο. Το ολόκληρο. Να νιώσω ανάγκη για άνθρωπο. Να γίνω άνθρωπος-παιδί. Ευτυχισμένη κι εύκολη και ζωντανή κι ολόκληρη κι εκεί.

Θα αλλάξω ευχή.

..ως τμήμα αυτού. Ως τμήμα.

Θα αλλάξω ευχή.

Να καταλάβω πως βλέπετε εκεί μέσα.

Θα αλλάξω ευχή.

20130710

Κώφωση -μερική-

"Αυτή την "ουσία". Θα το πω, σκάσε. Αυτή τη δικλείδα. Αυτό το στοιχείο. Αυτό το πράμα που κρατούσε κεφάλι και θέση, μαζί, κουμπωτά, ταλαντευόμενα, κουδουνιστά (πλην σε θέση), το έδιωξα. Να χωθώ βαθιά βαθιά, μόνη μου μόνη μου. Αυτό έλεγα. "Δε θέλω τηηη συυυμπόνιααα κανενός", γκλιν γκλον και κεφάλια κουδούνιζαν.

Τώρα δεν έχω κεφάλι, δεν έχω θέση. Μπήκα με τα μπούνια. Ξανά. Έχω ρουφήξει νερό από μύτες, στόματα, μάτια, αυτιά. Με τα ίδια. Τα γνωστά. Τα μαλακισμένα τα μπούνια.
Φεύγουν μάτια, χοροπηδάνε αυτιά, κυματίζει σαλάκι στο βάθος, κυματίζει σαλάχι εντός κρανίου. Διαδοχικές μαλακίες. Διαδοχικές κινήσεις. Τα προμελετημένα,  τα προβλέψιμα, τα μαλακισμένα τα μπούνια.

Τα μπούνια. Κολύμπια και βαρκάδες και μπούνια. Τώρα θα κουραστώ. Θα παραιτηθώ λίγο γιατί βαριέμαι κιόλας. Και μη δω κανέναν καριόλη να έρχεται για τεχνητή αναπνοή που θα ξεβραστώ η φώκια. Θα φτύσω πνευμόνι και (βλ. προηγούμενες αναρτημένες ασυναρτησίες -και ασυναρτημένες αναρτησίες-) δεν είναι να τα χαραμίζω έτσι τα πνευμόνια.


Μετά τιμής,

Το Κέρατο."


ps: έχω άντρα ζωής. (Γαμώ) τον χριστό μου! Με το άρθρο του.

20130706

Πίσω στο ράντζο,

      ..μακριά μακριά από αγάπες και σορόπια κι αηδίες της εποχής, η Peggy ασχολείται με το quoting. Επαγγελματικά πλέον.

Το πάθος (για τη λευτεριά). Ποιος δεν λάτρεψε τούτο το κεφάλαιο; Ολάκερο. Ποιος; Δεν;


σελ. 150-153
Έτος 1ης έκδοσης: 1997

 «Θα οδηγήσω εγώ», είχε πει ο Αργύρης και είχε κάτσει στο τιμόνι. Οδηγούσε. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, το κλίμα είχε χαλάσει κι εγώ νύσταζα. Σχεδόν κοιμόμουνα. Κοιμόμουνα. Εικόνες. Γλυκό ταρακούνημα. Βράδυ. Βάζω ένα μπουφάν για μαξιλάρι. Βολεύομαι τέλεια. Κλείνω. Μάτια. Ανοίγω. Μυαλό. 
Τελειώνεις το σχολείο, λες να ησυχάσεις από όλους αυτούς που σού κάθονται στο σβέρκο και σού λένε τι να πιστεύεις, τι να γνωρίζεις, τι να σκέφτεσαι, τι να μαθαίνεις και πώς να το μαθαίνεις. Ξυπνάς το πρωί, πας στη δουλειά κι είναι διάφοροι τύποι που σού λένε τι να κάνεις, πώς να φέρεσαι, πώς να ντύνεσαι, πώς να είσαι, για να βγάλουν εξαιτίας σου ―και με την ανοχή σου― περισσότερα λεφτά, είναι τα Αφεντικά. Γυρίζεις στο σπίτι, φωνάζουν οι γονείς, βουίζουν τα αυτιά σου, σού λένε θα πεθάνουν, εσύ θα τους πεθάνεις, αν δε μάθεις να φέρεσαι, να ντύνεσαι, να σκέφτεσαι, να είσαι όπως θέλουν Αυτοί. Πας στους φίλους σου, μία από τα ίδια, όλο τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια, τρέχουμε και δε φτάνουμε, όλοι μαζί, γύρω γύρω όλοι και στη μέση εμείς.  
Πας στα μπαρ, βαριέσαι που ζεις, δυνατή μουσική, την αγνοείς, δεν έχει στίχους, δεν έχει κέφι, δεν έχει διέξοδο, σου λέει να χορεύεις, μόνο να χορεύεις, να κάθεσαι σα μαλάκας χωρίς να μιλάς, μόνο να χορεύεις και να κοιτάς, να κοιτάς, να κοιτάς, να κοιτάς, τις γκόμενες, χαμένες τελείως, κοιτάνε σα χαζές, τι φταίνε κι αυτές; το παίζουνε κάτι που δε θα γίνουν ποτέ, πώς θα γίνει να βρεις μια γυναίκα που να μην κοιτάει σα χαζή; ο έρωτας τι είναι; είναι να φέρεσαι σα χαζός, όχι να είσαι. Χαμόγελα ψεύτικα, ματιές από μακριά, μπούτια, βυζιά, χείλια υγρά, όλο υποσχέσεις, μηδέν προοπτικές, μηδέν ηθικό, για να πλησιάσεις στα δέκα μέτρα θες μια ντουζίνα προφυλακτικά. 
Πας σπίτι, ανάβεις τηλεόραση, διάφοροι απίστευτοι μαλάκες σού πετάν την άποψή τους, σού λένε τι να κάνεις, πώς να γελάς, πώς να περνάς, πώς να γαμάς, κάτι τενεκέδες, αν είναι δυνατόν, είναι σαν ψεύτικοι, σαν εφιάλτης, είναι γύρω μας, μπροστά μας, πίσω μας, μέσα μας, κάτω μας, τους πατάμε. 
Έι, εσύ, κολλητέ, με το ωραίο κοστούμι και το αφασία στυλ, καλά, είσαι κι ο πρώτος, γαμώ τα άτομα, πώρωση, πάουερ, γουάου, όλο ρωτάς, όλο ρωτάς, να ρωτήσω κι εγώ μια στιγμή; Πόσο κάνεις; Ο αδερφός σου δουλεύει στην τράπεζα, έχει γκόμενα, θα παντρευτούνε, θα κάνουν παιδιά, θα κάνουν σκυλιά, θα κάνουν βίντεο, και σπίτι, και κινητά, και αυτοκίνητα, να κάνουν, να κάνουν, να κάνουν ό,τι θέλουν, να κάνουν και άκρη να περάσω, δεν μπορώ εδώ, πνίγομαι, και πού να πας που να μην είναι έτσι, αφού παντού είναι έτσι: αφεντικά, αντιβηχικά, μπάτσοι, δάσκαλοι, γονείς, τηλεόραση, μαλάκες με μικρόφωνα, «Τι έχετε να δηλώσετε;», «Δηλώστε μας κάτι», «Κάντε μας μια δήλωση», «Τι θα μας δηλώσετε;», έχω να δηλώσω ότι σας βαρέθηκα, δεν πάει άλλο, από 'δώ και μπρος θα 'χετε να κάνετε μαζί μου, προσέχτε, μιλάω σοβαρά, θα κάνω το ντου και θα ψάχνεστε κι άντε μετά να τρέχουν οι μπάτσοι να με βρουν, μες στη δυστυχία τους κι αυτοί, μηδέν προοπτική, μηδέν ηθικό, μολότωφ στη μάπα τους, τις πετάνε πίσω, τι να κάνουν δηλαδή; όλοι μια παρέα είμαστε. 
Και να πέθαινε αύριο κάνα δυο δισεκατομμύρια κόσμος, μπορεί και να μη μ' ένοιαζε, μπορεί και να μ' ένοιαζε, δεν ξέρω, πάντως αν πέθαινα εγώ δεν θα ένοιαζε κανέναν, εδώ που τα λέμε έχω πεθάνει, οπότε τι έχω να χάσω; Τα μπαρ τα συνοικιακά με τα ποτά από αργό πετρέλαιο και τους ηλίθιους στην πόρτα; «Πρέπει να συνοδεύεστε», τι λε', ρε; εγώ είμαι μόνος μου, δε θέλω συνοδείες, δε θέλω κηδείες, δε θέλω αηδίες, θέλω μόνο να είσαι κάπου και να ξέρω ότι μ' αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς, απίστευτη λέξη και μάλιστα χωρίς προφυλάξεις, όμως είσαι εκεί; υπάρχεις; αν είσαι θα σε βρω, εκατό τα εκατό, χίλια τα εκατό, και θά 'μαστε μαζί και θα περνάμε καλά και λοιπά και λοιπά και λοιπά και λοιπά και λοιπά. 
Και μετά ξύπνησα, μέσα στον ύπνο μου. Δεν υπάρχουν όνειρα. Μόνο ξύλο στα γήπεδα και στους δρόμους και στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά, ξύλο παντού, μέχρι να καταλάβουν όλοι αυτοί με τα κολάρα ότι δεν κάνουμε δηλώσεις, δεν κάνουμε εκπτώσεις, ούτε παραχωρήσεις, μπορούμε να είμαστε πολύ σκληροί και θα είμαστε, δηλαδή δεν ξέρω άλλους, μόνος μου είμαι, θα βρω όμως, δε θα βρω; θα βρω και θα δείτε, μέχρι τότε κοιμηθείτε ήσυχοι, εγώ θα σας σκεπάζω τα βράδια, μη μου κρυώσετε και πάθετε τίποτα και εξαφανιστείτε σαν τους δεινοσαύρους από μόνοι σας. Κρατάτε γερά. 
Πρέπει να προλάβω να σας εξαφανίσω προτού εξαφανιστώ εγώ.
Λ. Χ.